Άρθρο του Γιώργου Κυπριωτάκη για το περιοδικό «Άβατον», Τ25, 7+8-2003
Η Καμπάλα ή Καββάλα, όπως είναι ευρύτερα γνωστή στην Ελλάδα (από το εκλατινισμένο Kabbala ή Kabbalah), αποτελεί ένα από τους ακρογωνιαίους λίθους του δυτικού εσωτερισμού και είναι η μυστική διδασκαλία του ιουδαϊσμού, όπως διαμορφώθηκε στην Ευρώπη, μέσα από ελληνιστικές και αραβο-δυτικο-ευρωπαϊκές επιρροές από τους εβραίους της διασποράς κατά το μεσαίωνα, μέχρι σήμερα. Αρχικά, αυτή η διδασκαλία έμεινε τόσο καλά φυλαγμένη, ώστε μόνο μετά τον 12ο αιώνα γράφτηκαν κάποια βιβλία, μέχρι τότε διατηρήθηκέ μόνο μέσα από την προφορική παράδοση. Γι΄ αυτό ονομάστηκε Καμπάλα που σημαίνει «κληροδότημα» ή «προφορικός νόμος», μια και προέρχεται από το εβραϊκό QABAL που σημαίνει: «δέχομαι κάτι από την παράδοση». Και πραγματικά η Καββάλα αποτελείται στο σύνολο της από προφορικές ή γραπτές παραδόσεις και θρύλους, που η μελέτη τους οδηγεί, ακόμα και σήμερα, σε μια πραγματικά ανώτερη γνώση και αντίληψη της λειτουργίας των συμπαντικών νόμων.
Θα ήταν μεγάλο λάθος να ταυτίσουμε ή έστω και να συγκρίνουμε την Καββάλα με την ορθόδοξη εβραϊκή θρησκεία, αν και βασίζονται μεν και οι δύο στην Πεντάτευχο και φυσικά οι κύριοι μελετητές της ήταν εβραίοι ραβίνοι, αλλά η Καββάλα αναφέρεται περισσότερο σ’ εκείνα τα μέρη που δεν περιλαμβάνονται ξεκάθαρα εκεί, αλλά αφορούν την συγκεκαλυμμένη διδασκαλία που βρίσκεται στα 4 πρώτα βιβλία της. Για παράδειγμα ένα από τα βασικότερα στοιχεία της Καββαλιστικής διδασκαλίας, αποτελεί το Gilgul δηλαδή η θεωρία της μετενσάρκωσης, που δεν είναι μεν αποδεκτή από το ορθόδοξο ιερατείο, όμως υπάρχει διάχυτη η λαϊκή πίστη σ’ αυτήν, καθώς και στις περισσότερες αρχαίες αιρέσεις του ιουδαϊσμού, όπως π.χ. στους Εσσαίους.
Η Καββάλα είναι μια πολυσύνθετη διδασκαλία σχετικά με τη δημιουργία και τη λειτουργία του σύμπαντος και χωρίζεται σε θεωρητική, διαλογιστική και πρακτική ή μαγική.
1. Η Θεωρητική Καββάλα περιλαμβάνει:
Τη Διδασκαλία της Δημιουργίας, το Bereschit (από το ομώνυμο πρώτο βιβλίο του Μωυσέως), που υποδιαιρείται και πάλι σε δογματική (ραβινική θεοσοφία και φιλοσοφία) και συμβολική (εύρεση της μυστικής έννοιας των γραμμάτων και μυστικιστική-αλληγορική ερμηνεία της Πεντατεύχου) που με τη σειρά της υποδιαιρείται ξανά στην Γκεματριά, το Νοταρικό και την Τεμουρά.
Η Θεωρητική Καββάλα ασχολείται με την δυναμική των πνευματικών πεδίων και αναλύει τον κόσμο των Σεφιρώθ (=θείων εκπορεύσεων), των Αγγέλων (ενεργειών) και των Ψυχών.
2. Η Εκστατική ή Διαλογιστική ή Ενορατική Καββάλα περιλαμβάνει την την Merkaba, όπου μέσα από την πρακτική εφαρμογή της συμβολικής Καββάλας και άλλες μεθόδους, επιτυγχάνει υπερβατικές εμπειρίες ανώτερης συνειδητότητας με αποτέλεσμα ενορατικές επιγνώσεις σχετικά με το σύμπαν και το θείο. Τα «μα’ασέ μερκαμπά» =τα μυστήρια του θρόνου, δηλαδή τον αποκαλυπτικό, εκστατικό μυστικισμό από ενοράσεις και διαλογισμούς (εξ ου και Μυστικισμός της Μερκαμπά).
3. Η Πρακτική ή Μαγική Καββάλα, ασχολείται με κατασκευή μαγικών φυλαχτών, εξορκισμών, χρήση θείων ονομάτων κλπ, με τα οποία προσπαθεί να επηρεάσει ή να αλλάξει τα φυσικά γεγονότα. Είναι συγγενής με την Ενορατική, μια και πολλές από τις τεχνικές της είναι διαλογιστικές, όπου η επιτυχία τους εξαρτάται από τις πνευματικές και τηλεκινητικές ικανότητες του διαλογιζόμενου, να καθοδηγεί νοητικο-πνευματικές δυνάμεις.
Το ξεκίνημα και οι γραπτές πηγές της.
Κατά την παράδοση, ο πρώτος γνωστός Καββαλιστής ήταν ο πατριάρχης Αβραάμ. Έβλεπε τα θαύματα της φύσης, ρωτούσε το Θεό, και εκείνος του απαντούσε, αποκαλύπτοντας του τους ανώτερους κόσμους. Αυτή τη γνώση μετέδωσε στις επερχόμενες γενεές και έτσι μέσα από τους αιώνες διατηρήθηκε από στόμα σε στόμα και κάθε σοβαρός Καββαλιστής προσέθετε και τις δικές του εμπειρίες. Έτσι εξελίχθηκε η Καββάλα, ιδίως μετά την καταγραφή της Τορά (τα 5 βιβλία του Μωυσέως), κατά την περίοδο μεταξύ του πρώτου και δεύτερου ναού (δηλαδή 586-512 π.Χ.) όπου όπως προαναφέραμε, κρύφτηκε καλά η απόκρυφη γνώση.
Επίσης κατά την παράδοση (και οπωσδήποτε όχι σύμφωνα με τις ιστορικές έρευνες), ο πρώτος που τόλμησε να την καταγράψει σε βιβλίο ήταν ο επιφανής ραβί Συμεών Μπεν Γιοχάϊ ή Rashbi (όλοι οι σπουδαίοι Καββαλιστές έχουν συνθηματικά ψευδώνυμα), που έζησε την περίοδο της καταστροφής της Ιερουσαλήμ και καταδικασμένος σε θάνατο κατ’ άλλους από τον Τίτο το 70 μ.Χ. και κατ’ άλλους από τον Λούκιο Αυρήλιο Βέρο το 160 μ.Χ., διέφυγε και κρύφτηκε μαζί με το γιο του σε μια σπηλιά για 12 χρόνια, όπου φτάνοντας στην ανώτατη εξελικτική βαθμίδα του προφήτη Eliyahu (Ηλία), επικοινωνούσαν άμεσα μαζί του, όπου κάτω από την καθοδήγηση του προφήτη σε κατάσταση οραματισμού κρατούσαν σημειώσεις από τις υπαγορεύσεις του! Ο γιος του Ραβί Ελεάζαρ και ο γραμματέας του Ραβί Abba, συναρμολόγησαν τις σημειώσεις και τις συνομιλίες και συνέταξαν το Ζοχάρ (ZOHAR) =λάμψις (ή Ζόχαρ ή Σέφερ χα Ζόχαρ =Βίβλος της λάμψεως ή της λαμπρότητας, ή Σέφερ χα καδώς =η ιερά λάμψις). Ο Rashbi υπήρξε πολυγραφότατος και σώζονται μέχρι σήμερα αρκετά από τα έργα του, όμως το ίδιο το Ζοχάρ χάθηκε ξανά και επανευρέθηκε 9 αιώνες αργότερα. Πάντα κατά την παράδοση, ήταν καλά κρυμμένο σε μια σπηλιά κοντά στο Σάφεντ της Γαλιλαίας (που αργότερα έγινε ένα από τα μεγαλύτερα Καββαλιστικά κέντρα), όπου κάποτε το ανακάλυψαν κάποιοι ντόπιοι άραβες που το πούλησαν σε ένα εβραίο ψαρά για χαρτί περιτυλίγματος! Κάποια στιγμή ο ψαράς, που ήταν Καββαλιστής, αντιλήφθηκε πού τύλιγε τα ψάρια του, έτρεξε έντρομος και αγόρασε όλα τα υπόλοιπα κομμάτια που μπόρεσε να βρει από τους άραβες και τα τακτοποίησε σε ένα βιβλίο. Αυτό πρωτοεκδόθηκε (χειρόγραφα) στην Ισπανία τον 13ο αιώνα από τον ραβί Μωυσή της Λεόν και η πρώτη τυπωμένη έκδοση του Ζοχάρ έγινε το 1558 στη Μάντουα, το1560 στην Κρεμόνα και το 1623 στο Δουβλίνο.
Το Ζοχάρ εξηγεί ότι η ανθρώπινη εξέλιξη διαιρείται σε 6.000 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων οι ψυχές διανύουν μια δυναμική εξέλιξη σε κάθε γενιά. Στο τέλος αυτής της πορείας φτάνουν στο «τέλος της διόρθωσης» που αποτελεί την ύψιστη βαθμίδα πνευματικότητας και τελειότητας. Δηλαδή μια καθαρότατη Ορφική διδασκαλία, με προσθήκες Πυθαγόρειας και Πλατωνικής, άλλωστε αρκετοί μεγάλοι Καββαλιστές είχαν ελληνική καταγωγή ή ονόματα, όπως ο Φίλων της Αλεξανδρείας, ο Μωϋσής Ναχμανίδης, ο Γνωστικιστής Μάρκος, ο Μαϊμονίδης κ.α..
Το δεύτερο σπουδαιότερο βιβλίο είναι το Σέφερ Γιετζιράχ (SEPHER YETZIRAH) ή Σέφερ Γιετσιρά =Το βιβλίο της Δημιουργίας ή Το βιβλίο του Σχηματισμού, που περιλαμβάνει το Σεφιρωθικό σύστημα των θείων εκπορεύσεων και που μαζί με το επεξηγηματικό του το Σέφερ χα Μπαχίρ = Βίβλος του λαμπρού (ουράνιου φωτός), σχηματίζουν την γραπτή βάση του Bereschit.
Για την προέλευση του Sepher Jezirach γνωρίζουμε ακόμη λιγώτερα. Αποδίδεται, πάντα κατά την παράδοση και πάλι στον Αβραάμ, όπως και το Raziel, που αποτελεί το σημαντικότερο σύγγραμμα Καββαλιστικής μαγείας και οι πρώτες αναφορές του εντοπίζονται στον 10ο μ.Χ. αιώνα. Αναλύει για πρώτη φορά το Σεφιρωθικό σύστημακαι, παρόλο που η γραμμική μορφή του: το «Δένδρο της Ζωής» (Otz Chim ή Etz Chain ή Ez Chajim ή Etz HaChaym) εμφανίζεται σχετικά αργά στην Καββαλιστική βιβλιογραφία (από το 1652 στον «Αιγυπτιακό Οιδίποδα» του Αθανασίου Κίρχνερ), και από πολλούς ορίζεται και σαν «Θεϊκή Ανατομία».Παρουσιάζει μια γραμμική σχηματική παράσταση των 10 εκπορεύσεων του Θείου και των 22 ατραπών μέσα από τις οποίες προβάλονται συμπαντικές ενέργειες (κατιούσες) και συνειδητότητα (ανιούσα). Και οι 10 εκπορεύσεις (S’firoth ή Sephiroth) είναι διαφορετικές απόψεις της πρώτης Σεφίρα Kether, που εκπροσωπεί την συνολικότητα της ύπαρξης. Ολόκληρο το Δένδρο της Ζωής ξεδιπλώνεται σαν αντικατοπτρισμός της πρώτης Θείας Μονάδος, όπου κατά τη δογματική αρχή της «κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού» ανθρώπινης δημιουργίας, ο Θεός αντανακλάται και στον άνθρωπο, όπου το Δένδρο της Ζωής αναπαριστά και την πνευματική του δομή.
Η Σεφιρά (ενικός των Σεφιρώθ) προέρχεται από την ελληνική λέξη «σφαίρα» με την φιλοσοφική, νεοπυθαγόρεια, νεοπλατωνική έννοιά της, σημαίνει δηλαδή «Σφαίρα εκδήλωσης». Πολύ αργότερα, μετά από το Σέφερ χα Μπαχίρ, έγινε προσπάθεια εξεβραϊσμού αποδίδοντας την Σεφιρά στην εβραϊκή «σαπίρ» =ζαφείρι, όπου εννοείται η ακτινοβολία των ιδιοτήτων του Θεού, όπως αυτή του πολύτιμου λίθου. Κατ’ άλλους στο μεσαίωνα προσπάθησαν να εκφράσουν τους 10 πρώτους αριθμούς με τη ρίζα σ-π-ρ, αλλά αυτό συνέβη ακόμα πιο μετέπειτα, ο όρος Σεφιρά προϋπήρχε. Μόνο στον ενικό συνοδεύεται πάντοτε από την ακατανόητη λέξη «μπελιμά» που προέρχεται ετυμολογικά από το «μπελί - μα» που σημαίνει «χωρίς κάτι» και υπονοεί εδώ: «χωρίς καμιά συγκεκριμένη πραγματικότητα» ή το «ιδανικό πρότυπο», «κλειστή», «κλεισμένη στον εαυτό της», συναφείς έννοιες που προσδιορίζουν και επιβεβαιώνουν την έννοια της σφαίρας.
Ταλμουδική περίοδος. Ο Ari.
Μετά τον 10ο αιώνα αρχίζει μια μετάβαση, από την προφορική παράδοση στην γραπτή ιστορία, γεγονός που σηματοδοτεί στη δεύτερη Καββαλιστική περίοδο, την Ταλμουδική. Τα ιερά βιβλία γίνονται πια αντικείμενα μελέτης των σοφών. Κέντρο αυτής της κίνησης υπήρξε αρχικά η Ισπανία. Από τους σημαντικότερους υπήρξε ο Αβραάμ Μπεν Σαμουέλ Αμπουλαφία που γεννήθηκε στην Ισπανία το 1240 και θεωρείται ο ιδρυτής της Εκστατικής Καββάλα. Ήταν πολυμαθέστατος, πολυγραφότατος και πολυταξιδεμένος. Είχε πλούσιες ενορατικές εμπειρίες και εφηύρε ένα νέο ερμηνευτικό σύστημα της Τορά. Όμως έμεινε στην ιστορία και για μια άλλη απίθανη πράξη. Πήγε στη Ρώμη και προσπάθησε να προσηλυτίσει τον Πάπα!!! Φυσικά τον συνέλαβαν αλλά ευτυχώς γι’ αυτόν τον θεώρησαν τρελό και τον απελευθέρωσαν!
Ο άλλος σοφός που σημάδεψε τόσο την εποχή του ώστε να πάρει ακόμη και το όνομά του, ήταν ο Ισαάκ Λούρια ή ARI (από το: Ha-΄Älohi Rabbi Jitzchaq = ο θείος ραβίνος Ισαάκ) ή και I. Aschkenasi (ο γερμανός) και η εποχή του ονομάστηκε «Περίοδος του ARI». Γεννήθηκε το 1534 στην Ιερουσαλήμ και πέθανε το 1572 στο Σάφεντ. Υπήρξε ο κύριος εκπρόσωπος της Μετα-Ισπανικής Καββάλα, σχημάτισε το τελικό Καββαλιστικό σύστημα: τη Λουριανική Καββάλα που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα και που γεφύρωσε τις 2 μεθόδους (μελέτη της παράδοσης και εκστατικές εμπειρίες) και η ζωή του πήρε μυθικές διαστάσεις, μέσα από τα επαινετικά συγγράμματα των μαθητών του. Παιδί ακόμα πήγε στο Κάιρο όπου μελετούσε αδιάκοπα την Καββάλα, μέχρι που αποσύρθηκε για 7 χρόνια στο νησάκι Ρόντα του Νείλου, όπου μελέτησε το Ζοχάρ και όλα τα συγγράμματα των σοφών της εποχής του και κυρίως το “Ramak” του Rabbi Moshe Cordovero. To 1570 επέστρεψε στο Ισραήλ, όπου, αν και τόσο νέος άρχισε αμέσως να διδάσκει την Καββάλα στο Σάφεντ της Γαλιλαίας, όπου και πέθανε νεότατος μόλις 2 χρόνια αργότερα το 1572. Παρά τον τόσο πρώιμο θάνατό του, έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα Καββαλιστικά συγγράμματα, όπως το Etz HaChaym (Το Δέντρο της Ζωής) το Sha’ar HaKavanot (Η Πύλη των Προθέσεων), το Sha’ar HaGilgulim (Η Πύλη της Μετενσάρκωσης) και μερικά άλλα ακόμα. Όμως, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, τα έργα του κρύφτηκαν ή θάφτηκαν μαζί του, για να μην αποκαλυφθεί η διδασκαλία του πριν έρθει ο κατάλληλος χρόνος. Πολλά χρόνια αργότερα ξέθαψαν τελετουργικά από τον τάφο του ένα μέρος αυτών των συγγραμμάτων. Όλοι οι μεγάλοι Καββαλιστές συνήθιζαν να διδάσκουν γνωρίζοντας ότι ο κόσμος δεν μπορούσε ακόμα να τους καταλάβει και συνήθιζαν κατόπιν να κρύβουν ή ακόμα και να καίνε τα έργα τους. Π.χ. ένας από τους σημαντικότερους Καββαλιστές της εποχής μας, ο Baal HaSulam, έκαψε το μεγαλύτερο τμήμα των έργων του. Υπάρχει ένας πολύ σημαντικός λόγος για τον οποίο μετέφεραν τη γνώση στο χαρτί και στη συνέχεια το κατέστρεφαν: Ότι αποκαλύπτεται στον υλικό κόσμο, επηρεάζει άμεσα το μέλλον και καμιά φορά είναι απλούστερο και καλύτερο να ανακαλυφθεί αργότερα ξανά.
Τρίτη περίοδος: 1900 μέχρι σήμερα.
Η τρίτη περίοδος της Καββαλιστικής εξέλιξης μετέφερε το κέντρο μελέτης στη Γερμανία και πρόσθεσε μία ακόμα ερευνητική μέθοδο στις ήδη υπάρχουσες από τον Ari. Ανακαλύφθηκε σχεδόν στις μέρες μας, από τον Rabbi Yehuda Ashlag που συνέταξε το σχόλιο Sulam (Αγωγός, Οδηγός) για το Ζοχάρ και τις διδασκαλίες του Ari, που ταίριαζε ιδιαίτερα στην εποχή μας. Γι’ αυτό είναι ευρύτερα γνωστός σαν “Baal HaSulam”. Γεννήθηκε το 1885 στη Lodz της Πολωνίας και από πολύ νέος απέκτησε βαθιές γνώσεις, τόσο για τους παραδοσιακούς, όσο και για τους γραπτούς νόμους. Αργότερα έγινε δάσκαλος και δικαστής στη Βαρσοβία και από το 1921 μετανάστευσε στο Ισραήλ. Όπου έγινε ραβίνος στην Ιερουσαλήμ. Για 10 χρόνια, από το 1943 έως το 1953 συνέταξε το έργο του και πέθανε τον επόμενο χρόνο. Ο μεγαλύτερος γιος του Rabbi Baruch Shalom Ashlag γνωστός ως Rabash, συνέχισε το έργο του πατέρα του, κάνοντας δυνατή την κατανόησή του. Παρά τη μεγάλη αξία και αναγνώρισή του, επέμενε να ζει μια πολύ απλή ζωή, δουλεύοντας σαν παπουτσής, εργάτης οικοδομών και υπάλληλος, αφιερώνοντας κάθε ελεύθερο λεπτό του στη μελέτη και διδασκαλία της Καββάλα. Πέθανε το 1991, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο συγγραφικό έργο και ένα από τα μεγαλύτερα σύγχρονα κέντρα Καββαλιστικών μελετών.
Η απλοποιημένη μέθοδος του Baal HaSulam και του Rabash, εισαγάγει για πρώτη φορά την ανοιχτή προσέγγιση στην Καββάλα, επιτρέποντας και ενθαρρύνοντας οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο στη βαθύτερη μελέτη της, με στόχο την καρμική «Διόρθωση». Φημολογείται δε, ότι και οι τρεις μεγάλοι Καββαλιστές προέρχονται από την ίδια ψυχή, δηλαδή πρώτα εμφανίστηκε σαν Rabbi Shimon Bar Yohai (Rashbi), κατόπιν σαν Ari και για τρίτη φορά μετενσαρκώθηκε σαν Rabbi Yehuda Ashlag. Αυτό πιστεύεται ότι έγινε διότι, η ψυχή προσαρμοζόταν στις εκάστοτε κοινωνικές ανάγκες και επίπεδο κατανόησης για να διδάξει τις αντίστοιχες γενεές όσο το δυνατόν καλύτερα.
Σήμερα υπάρχουν ανά τον κόσμο αρκετά ανοιχτά κέντρα Καββαλιστικών μελετών που παροτρύνουν την επανα-ανακάλυψη του Ζοχάρ και την ευρύτερη κατανόηση όσων κάποτε υπήρξαν αυστηρότατα απαγορευμένα και απόκρυφα.